τύφλα

τύφλα
η, Ν
1. τυφλότητα, στραβομάρα
2. μτφ. (ως υβριστική χειρονομία) φάσκελο, μούντζα
3. (ως επιφών.) «τύφλα!» ή «τύφλες και μούντζες!» — λέγεται για κάποιον που σκοντάφτει ή που είναι, γενικά, αδέξιος
4. φρ. α) «τύφλα στο μεθύσι» — πολύ μεθυσμένος, πίτα
β) «τύφλα νά 'χει ο τάδε μπροστά στον δείνα» — ο δείνα είναι πολύ ανώτερος τού τάδε, δεν συγκρίνεται μαζί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός, κατά το σχήμα εχθρός: έχθρα, μωρός: μώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τύφλα — η 1. τυφλότητα, τύφλωση, στραβωμάρα. 2. ως επιφ., άκλ., τύφλα!, χρησιμοποιείται για χλευασμό ανθρώπου που σκοντάφτει ή κάνει κάτι αδέξια. 3. μούντζα, φάσκελο, φασκελιά: Να χαθείς! του είπα και του δωσα μια τύφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφλά — τυφλός blind neut nom/voc/acc pl τυφλά̱ , τυφλός blind fem nom/voc/acc dual τυφλά̱ , τυφλός blind fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλά — Ν επίρρ. βλ. τυφλός …   Dictionary of Greek

  • Κύων σπεύδουσα τυφλὰ τίκτει. — κύων σπεύδουσα τυφλὰ τίκτει. См. Скоро хорошо не родится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τυφλάς — τυφλά̱ς , τυφλός blind fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… …   Dictionary of Greek

  • στρούγγα — και στρούγκα, η, Ν 1. μαντρί, στάνη 2. συνεκδ. ποίμνιο, κοπάδι 3. μτφ. (σκωπτικά) σύνολο οπαδών που ακολουθούν τυφλά και υποτακτικά τον αρχηγό τους 4. «μπήκε [ή κλείστηκε] στη στρούγγα» μτφ. υποτάχθηκε τυφλά στα άνωθεν κελεύσματα μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”